-
1 δυς-ούριστον
δυς-ούριστον, σκότου νέφος Soph. O. R. 1316, unglücklich von günstigem Winde ( οὖρος) herbeigeführt; nach Andern = »unheilbar« (οὐρίζω); der Schol. erkl. ὅρον μὴ ἔχον.
См. также в других словарях:
επιπέλομαι — ἐπιπέλομαι (Α) [πελομαι] 1. επέρχομαι, προσβάλλω, επιτίθεμαι («τά τ’ ἐπ’ ἀνθρώποισι πέλονται», Ομ. Οδ.) 2. ενσκήπτω («οὐδέ τις ἄλλη νοῡσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται... βροτοῑσι», Ομ. Οδ.) 3. ποιητ. τ. τής μτχ. αορ. β’, ἐπιπλόμενος α) ο επερχόμενος,… … Dictionary of Greek